κυτταρικός

κυτταρικός
cellulaire

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κυτταρικός — ή, ό [κύτταρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κύτταρο («κυτταρική δομή») 2. φρ. α) «κυτταρική βιολογία» ή, απλώς, «κυτταρολογία» βιολογική επιστήμη που μελετά τα κύτταρα τών οργανισμών και ειδικότερα τη μορφή, τη δομή, τις φυσικές, χημικές… …   Dictionary of Greek

  • κυτταρικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κύτταρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυτταρικός κύκλος — Η διαδοχή των γεγονότων που οδηγεί στην αναπαραγωγή ενός κυττάρου. Σε έναν τυπικό κ.κ. το μητρικό κύτταρο διπλασιάζει τον όγκο του και τον αριθμό των χρωμοσωμάτων του, στη συνέχεια διαμοιράζει το περιεχόμενό του στις δύο πλευρές του κυττάρου και… …   Dictionary of Greek

  • αρτιοπλοειδές — ( ούς), το κυτταρικός πυρήνας, ζώο ή φυτό, του οποίου ο αριθμός χρωματοσωμάτων αποτελεί άρτιο πολλαπλάσιο του βασικού αριθμού τους (π.χ. 23x2=46) …   Dictionary of Greek

  • κυτταρολογία — Βλ. λ. κυτταρική βιολογία. * * * η βιολ. η κυτταρική βιολογία (βλ. κυτταρικός). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενους ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytologie < cyto (βλ. κυτταρο ) + logie < μσν. αγγλ. logie < αρχ. γαλλ. logie < λατ. logia… …   Dictionary of Greek

  • κυτταροσκελετός — ο βιολ. το σύνολο τών άκαμπτων ενδοκυτταρικών μικροδομών, αλλ. κυτταρικός σκελετός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταροσκελετός είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cytoskeleton < cyt(o) (βλ. κυτταρο ) + skeleton < νεολατ. skeleton …   Dictionary of Greek

  • μεσόφαση — Φάση του κυτταρικού κύκλου, η οποία αποτελεί ένα στάδιο ηρεμίας μεταξύ δύο διαδοχικών κυτταρικών διαιρέσεων. Η μ. καταλαμβάνει έως και το 90% του χρόνου του κυτταρικού κύκλου. Παρά την ονομασία της, δεν πρόκειται για ένα παθητικό στάδιο, αντίθετα …   Dictionary of Greek

  • πύκνωση — η / πύκνωσις, ώσεως, ΝΑ [πυκνῶ] 1. συμπύκνωση, σύμπτυξη (α. «πύκνωση τού διαλύματος» β. «τὸ νέφος πύκνωσις ἀέρος», Αριστοτ.) 2. η τοποθέτηση τού στρατεύματος σε πυκνή τάξη νεοελλ. 1. αύξηση τής συχνότητας («σημειώνεται πύκνωση τών επισκέψεων… …   Dictionary of Greek

  • υβριδισμός — ο, και υβριδίωση, η, Ν 1. βιολ. οι φυσικές ή τεχνητές διεργασίες που οδηγούν στον σχηματισμό ενός υβριδίου 2. χημ. θεωρία η οποία επιτρέπει την ποιοτική και ποσοτική περιγραφή ορισμένων ομοιοπολικών δεσμών και η οποία προβλέπει την αντικατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • ωοθυλάκιο — το, Ν ανατ. σφαιροειδής και, στη συνέχεια, κυστεοειδής κυτταρικός σχηματισμός τής ωοθήκης, που περιέχει ένα ωάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θυλάκιο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. follicule ovarien] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”